- πλαγιασμός
- ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω](για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητααρχ.1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτωνβ) κλίση ονομάτων ή ρημάτων3. μτφ. απάτη, δόλος.
Dictionary of Greek. 2013.