πλαγιασμός

πλαγιασμός
ὁ, ΜΑ [πλαγιάζω]
(για την τροχιά τού Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση τού εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλαγιασμός — obliquity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμοῖς — πλαγιασμός obliquity masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμοί — πλαγιασμός obliquity masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμοῦ — πλαγιασμός obliquity masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμούς — πλαγιασμός obliquity masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμῶν — πλαγιασμός obliquity masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμῷ — πλαγιασμός obliquity masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγιασμόν — πλαγιασμός obliquity masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγίωσις — ώσεως, ἡ, Α [πλαγιώ] (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιασμός» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”